- γελαδάρης
- ο (θηλ. -ρισσα, η)ο βουκόλος.[ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. αγελαδάρης].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
(α)γελαδάρης — ο θηλ. ισσα βοσκός αγελάδων … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
-άρης — κατάλ. αρσ. ουσ. και επιθ. της Νέας Ελληνικής με μεγάλη παραγωγική δύναμη, που συνδέεται ετυμολογικά με τη μσν. κατάλ. άριος ( άρις). Ειδικότερα, από λατινικά ονόματα σε arius, τα οποία συνήθως δήλωναν αξίωμα, προέκυψαν τους Βυζαντινούς χρόνους… … Dictionary of Greek
βουκόλος — Όνομα μυθολογικών προσώπων. 1. Γιος του Ηρακλή από τη Μάρνη, κόρη του Θεσπία. 2. Γιος του Κολωνού και αδελφός του Όχεμου, του Λέοντα και της Όχνης. 3. Γιος του Ιπποκόοντα, που σκοτώθηκε με τον πατέρα του και τον αδελφό του στη Λακεδαίμονα από τον … Dictionary of Greek
γουναράς — και γούναρης και γουνάρης, ο 1. τεχνίτης ή βιομήχανος γουναρικών 2. έμπορος γουναρικών. [ΕΤΥΜΟΛ. γουναράς < γουνάρης, αναλογικά προς ονόματα δηλωτικά επαγγελμάτων σε άς* (πρβλ. γαλατάς, ψωμάς) ή κατ ευθείαν < γούνα + κατάλ. αράς* (πρβλ.… … Dictionary of Greek
αγελαδοβοσκός — ο ο (α)γελαδάρης … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
βουκόλος — ο ο βοσκός βοδιών, ο γελαδάρης … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)